- δουκάνη
- ηβλ. δοκάνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δοκάνη — (I) και δουκάνη, η και δοκάνι, το (Α τυκάνη και τυτάνη, Μ δουκάνη) αλωνιστική μηχανή που αποτελείται από μια σανίδα και πλάκα από πυριτόλιθους για να τρίβονται τα στάχυα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τυκάνη]. (II) και δοκάνα, η και δοκάνι, το (Α δοκάνη, η)… … Dictionary of Greek